- νάχω
- νάχω (Α)(δωρ. τ.) βλ. νήχω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήχομαι — (Α νήχομαι και σπαν. το ενεργ. νήχω και δωρ. τ. νάχω) κολυμπώ, πλέω στο νερό αρχ. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά νηχόμενα τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νήχω εμφανίζει ενεστ. επίθημα χω (πρβλ. ψήχω, τρύχω, σμήχω), που δηλώνει εμφατικά το τέλος τής… … Dictionary of Greek
ἰνάχω — ἰ̱νάχω , ἰνάσσω Fr.anon. perf subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)